Η Περιφέρεια Αττικής επέβαλε πρόστιμο για ηχορύπανση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Οι εισαγγελείς των social media απεφάνθησαν: η απόφαση αυτή αποτελεί ευθεία επίθεση κατά του πολιτισμού. Είναι όμως έτσι; Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο ανεκτικούς με το Μέγαρο - όχι μόνο στο ζήτημα αυτό αλλά και στο ζήτημα των χρεών του;
Η πρόσφατη είδηση φάνηκε καταρχάς παράξενη: η Περιφέρεια Αττικής επέβαλε πρόστιμο για ηχορύπανση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Για ηχορύπανση; Στο κέντρο του πολιτισμού της πόλης μας, που στεγάζει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής στην κλασική μουσική; Αδιανόητο. Οι εισαγγελείς των social media απεφάνθησαν: η απόφαση αυτή αποτελεί ευθεία επίθεση κατά του πολιτισμού.
Ας δούμε, όμως λίγο καλύτερα την είδηση: «Οι υπάλληλοι της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος διενήργησαν τρεις διαδοχικούς ελέγχους, στις 2, 4 και 7 Σεπτεμβρίου, στις συναυλίες δηλαδή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, του Θάνου Μικρούτσικου και του Νίκου Πορτοκάλογλου. Μεταξύ άλλων, ελέγχθηκε η ένταση του θορύβου στην πλευρά της οδού Δεινοκράτους, όπου υπάρχουν πολλές κατοικίες, αλλά και σε αυτή του παρακείμενου Ναυτικού Νοσοκομείου. Τα μεγαλύτερα προβλήματα καταγράφηκαν κατά την τρίτη αυτοψία, όταν έγινε υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου εκπομπής θορύβου όχι μόνο στο όριο της ιδιοκτησίας κοντά στη σκηνή (κατά 31,20 dBA), αλλά ακόμα και κοντά στο νοσοκομείο (κατά 16,50 dBA)». Δηλαδή το πρόστιμο-επίθεση κατά του πολιτισμού αφορούσε την συναυλία του Πορτοκάλογλου.
Κανένας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να υπερασπιστεί το δικαίωμα του εν λόγω τραγουδοποιού να κάνει μια υπαίθρια συναυλία, ξεπερνώντας τα όρια της ηχορύπανσης, σε πυκνοκατοικημένη περιοχή και μάλιστα δίπλα σε νοσοκομείο, αν δεν επρόκειτο για το Μέγαρο. Γιατί, άραγε; Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο ανεκτικούς; Τι είναι αυτό που οδηγεί πολλούς να υποστηρίζουν ότι το κράτος πρέπει να καλύψει τα χρέη του Μεγάρου, αλλά να μην αλλάξει το καθεστώς διοίκησης, όταν είναι γνωστό ότι τα υπέρογκα χρέη δημιουργήθηκαν από τα φαραωνικά οράματα αυτής της διοίκησης;
Πριν από πέντε χρόνια παρακολουθήσαμε την πρώτη συναυλία στον κήπο του Μεγάρου. Έναν κήπο για τον οποίον είχαν ακουστεί πολλά, για το χαριστικό τρόπο με τον οποίον παραχωρήθηκε ένα τόσο μεγάλο μέρος του δημόσιου πάρκου. Η ενόχληση, όμως, για την παρανομία δεν διήρκεσε πολύ. Εξανεμίσθηκε στις υπέροχες νότες της Φιλαρμονικής της Βιέννης. Η συναυλία ήταν sold out από την πρώτη μέρα και στο κοινό συμπεριλαμβάνονταν η αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας. Μέχρι και τον, αναμφισβήτητα φιλόμουσο, Αλέξη Κούγια είδαμε στο κοινό. Η εμπειρία ήταν εξαιρετική και άνοιξε μια νέα αγορά για το Μέγαρο. Η οποία, μερικά χρόνια αργότερα, έχει μετατρέψει τον κήπο σε ένα μικρό Terra Vibe, εξορίζοντας, φυσικά, την κλασική μουσική για χάρη πιο εμπορικών ονομάτων.
Αυτή ακριβώς η πορεία, είναι αυτή που ακολουθήθηκε από τη διοίκηση του Μεγάρου συνολικά. Λίγες συναυλίες κλασικής μουσικής, για να προσδίδουν στα μάρμαρα το πολιτιστικό περιεχόμενο, το οποίο θα εξαργυρωθεί αργότερα σε εμπορικές συναυλίες, συνέδρια, ακόμα και γάμους στο αίθριο. Οι περισσότερες από αυτές τις συναυλίες γίνονται από καλλιτέχνες-εθελοντές, αφού είναι απλήρωτοι τρία χρόνια, χωρίς κάποιο ορίζοντα αποπληρωμής. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι η κρατική χρηματοδότηση έχει μειωθεί τόσο, ώστε όλες αυτές οι sold out συναυλίες εμπορικής μουσικής και τα συνέδρια, δεν φτάνουν για να καλύψουν της ανάγκες. Η μείωση, όμως, της χρηματοδότησης είναι δεδομένη και είναι υποχρέωση μια διοίκησης να την συνυπολογίζει στον προγραμματισμό. Τη στιγμή που το Μέγαρο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πραγματικά λειτουργικό, δημόσιο κέντρο πολιτισμού, στο οποίο θα μπορούσαν να στεγαστούν όλοι οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί, η εμμονή στη διατήρηση του ιδιωτικού του καθεστώτος και του μοντέλου διοίκησης, που το έφερε στην παρούσα κατάσταση, φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Η κλασική μουσική δεν μπορεί να αποτελεί το άλλοθι για άλλου τύπου επιδιώξεις. Γιατί τελικά, ποιον ακριβώς πολιτισμό υπερασπιζόμαστε;
ΠΗΓΗ
Ας δούμε, όμως λίγο καλύτερα την είδηση: «Οι υπάλληλοι της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος διενήργησαν τρεις διαδοχικούς ελέγχους, στις 2, 4 και 7 Σεπτεμβρίου, στις συναυλίες δηλαδή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, του Θάνου Μικρούτσικου και του Νίκου Πορτοκάλογλου. Μεταξύ άλλων, ελέγχθηκε η ένταση του θορύβου στην πλευρά της οδού Δεινοκράτους, όπου υπάρχουν πολλές κατοικίες, αλλά και σε αυτή του παρακείμενου Ναυτικού Νοσοκομείου. Τα μεγαλύτερα προβλήματα καταγράφηκαν κατά την τρίτη αυτοψία, όταν έγινε υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου εκπομπής θορύβου όχι μόνο στο όριο της ιδιοκτησίας κοντά στη σκηνή (κατά 31,20 dBA), αλλά ακόμα και κοντά στο νοσοκομείο (κατά 16,50 dBA)». Δηλαδή το πρόστιμο-επίθεση κατά του πολιτισμού αφορούσε την συναυλία του Πορτοκάλογλου.
Κανένας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να υπερασπιστεί το δικαίωμα του εν λόγω τραγουδοποιού να κάνει μια υπαίθρια συναυλία, ξεπερνώντας τα όρια της ηχορύπανσης, σε πυκνοκατοικημένη περιοχή και μάλιστα δίπλα σε νοσοκομείο, αν δεν επρόκειτο για το Μέγαρο. Γιατί, άραγε; Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο ανεκτικούς; Τι είναι αυτό που οδηγεί πολλούς να υποστηρίζουν ότι το κράτος πρέπει να καλύψει τα χρέη του Μεγάρου, αλλά να μην αλλάξει το καθεστώς διοίκησης, όταν είναι γνωστό ότι τα υπέρογκα χρέη δημιουργήθηκαν από τα φαραωνικά οράματα αυτής της διοίκησης;
Πριν από πέντε χρόνια παρακολουθήσαμε την πρώτη συναυλία στον κήπο του Μεγάρου. Έναν κήπο για τον οποίον είχαν ακουστεί πολλά, για το χαριστικό τρόπο με τον οποίον παραχωρήθηκε ένα τόσο μεγάλο μέρος του δημόσιου πάρκου. Η ενόχληση, όμως, για την παρανομία δεν διήρκεσε πολύ. Εξανεμίσθηκε στις υπέροχες νότες της Φιλαρμονικής της Βιέννης. Η συναυλία ήταν sold out από την πρώτη μέρα και στο κοινό συμπεριλαμβάνονταν η αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας. Μέχρι και τον, αναμφισβήτητα φιλόμουσο, Αλέξη Κούγια είδαμε στο κοινό. Η εμπειρία ήταν εξαιρετική και άνοιξε μια νέα αγορά για το Μέγαρο. Η οποία, μερικά χρόνια αργότερα, έχει μετατρέψει τον κήπο σε ένα μικρό Terra Vibe, εξορίζοντας, φυσικά, την κλασική μουσική για χάρη πιο εμπορικών ονομάτων.
Αυτή ακριβώς η πορεία, είναι αυτή που ακολουθήθηκε από τη διοίκηση του Μεγάρου συνολικά. Λίγες συναυλίες κλασικής μουσικής, για να προσδίδουν στα μάρμαρα το πολιτιστικό περιεχόμενο, το οποίο θα εξαργυρωθεί αργότερα σε εμπορικές συναυλίες, συνέδρια, ακόμα και γάμους στο αίθριο. Οι περισσότερες από αυτές τις συναυλίες γίνονται από καλλιτέχνες-εθελοντές, αφού είναι απλήρωτοι τρία χρόνια, χωρίς κάποιο ορίζοντα αποπληρωμής. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι η κρατική χρηματοδότηση έχει μειωθεί τόσο, ώστε όλες αυτές οι sold out συναυλίες εμπορικής μουσικής και τα συνέδρια, δεν φτάνουν για να καλύψουν της ανάγκες. Η μείωση, όμως, της χρηματοδότησης είναι δεδομένη και είναι υποχρέωση μια διοίκησης να την συνυπολογίζει στον προγραμματισμό. Τη στιγμή που το Μέγαρο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πραγματικά λειτουργικό, δημόσιο κέντρο πολιτισμού, στο οποίο θα μπορούσαν να στεγαστούν όλοι οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί, η εμμονή στη διατήρηση του ιδιωτικού του καθεστώτος και του μοντέλου διοίκησης, που το έφερε στην παρούσα κατάσταση, φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Η κλασική μουσική δεν μπορεί να αποτελεί το άλλοθι για άλλου τύπου επιδιώξεις. Γιατί τελικά, ποιον ακριβώς πολιτισμό υπερασπιζόμαστε;
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου